- εὐαγρήσωσι
- εὐαγρέωto have good sportaor subj act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευαγρώ — εὐαγρῶ, έω (Α) [εύαγρος] 1. έχω καλή άγρα, πιάνω πολύ κυνήγι («ὅταν εὐαγρήσωσι, θύειν τῷ θεῷ», Αθήν.) 2. (στην προστ. με ευχετ. ή ειρων. σημ.) εὐάγρει άντε ψάρευε … Dictionary of Greek